- ανάπαλος
- (I)-η, -ο 1. απαλός, μαλακός2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέληςβ) ανίκανος, αδέξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + απαλός].————————(II)ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω]1. η ανάπαλση*2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία.
Dictionary of Greek. 2013.